- προσδεχομένως
- προσδεχομένως, Adv., (A
προσδέχομαι 1
or 11.6) too accommodatingly,τὰς ἀνεπιτηδείους διδάξαι π. Sor.1.3
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσδέχομαι 1
or 11.6) too accommodatingly,τὰς ἀνεπιτηδείους διδάξαι π. Sor.1.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσδεχομένως — Α επίρρ. με μεγάλη επιδεξιότητα («τὰς ἀνεπιτηδείους διδάξαι προσδεχομένως», Σωρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσδεχόμενος, μτχ. ενεστ. τού προσδέχομαι] … Dictionary of Greek
προσδεχομένως — προσδέχομαι receive favourably pres part mp masc acc pl (doric) προσδεχομένως too accommodatingly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)